σγούρωμα

σγούρωμα
[згурома] ουσ. о. завивка.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σγούρωμα" в других словарях:

  • σγούρωμα — το, Ν [σγουρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σγουρώνω, κατσάρωμα …   Dictionary of Greek

  • σγούρωμα — το, ατος κατσάρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσγούρωμα — το το ίσιωμα τών κατσαρών μαλλιών τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σγούρωμα] …   Dictionary of Greek

  • ουλοποίησις — οὐλοποίησις, ἡ (Α) το να κάνει κάποιος κάτι σγουρό, το κατσάρωμα, το σγούρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατσάρωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κατσαρώνω, σγούρωμα: Ασχολείται με το κατσάρωμα των μαλλιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριζάρισμα — το, ατος η βοστρύχωση, το κατσάρωμα, το σγούρωμα, το οντουλάρισμα, η οντουλασιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»